- ὠμαμπέλινος
- ὠμαμπέλῐνος, η, ον,A of the colour of the fresh vine-leaf, opp. ξηραμπέλινος, Peripl.M.Rubr.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμαμπέλινος — ίνη, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τών τρυφερών φύλλων αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ἄμπελος + κατάλ. ινος) … Dictionary of Greek
ὠμαμπελίνοις — ὠμαμπέλινος of the colour of the fresh vine leaf masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)